Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

H TEΛΕΙΑ


Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πανέμορφη κοπέλα που σαν κι αυτή δεν είχε ξαναδεί όλη η γης. Όλοι τη θαύμαζαν για την ομορφιά της και την επιθυμούσαν για το σώμα της. Κι αυτή η ίδια θαύμαζε τον εαυτό της και ένιωθε αυταρέσκεια και έκανε τα πάντα για να φαίνεται πιο όμορφη. Δεν είχε ψεγάδι στο πρόσωπό της , ούτε ένα ελαττωματικό σημάδι, ήταν στην κυριολεξία τέλεια. Και επειδή ήθελε να παραμείνει έτσι δεν έβγαινε ποτέ πάνω από μερικά λεπτά στον ήλιο για να μην χαλάσει το τέλειο δέρμα της και κάνει ρυτίδες.

Η κοπέλα ζούσε σε ένα τέλειο παλάτι στο οποίο έκανε βόλτες όλη μέρα για να μην ατροφήσει το σώμα της και χαλάσουν οι τελειες αναλογίες της. Δεν το παράκανε όμως για να μην πάθει και τίποτα. Είχε κληρονομήσει μεγάλη περιουσία και έτσι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για τα χρήματα. Κοιμόταν ακριβώς 10 ώρες την ημέρα, εξάλλου ο ύπνος κάνει καλό στο δέρμα, και είχε ακριβές πρόγραμμα διατροφής με όλα αυτά που χρειάζονταν ο οργανισμός της και όχι παραπάνω.


Δεν καθόταν πολλές ώρες στο γραφείο της να διαβάσει γιατί φοβόταν μην κάνει καμπούρα και δεν έκανε σπορ γιατί δεν ήθελε ποτέ οι μύες να διαγραφούν στο θηλυκό της σώμα. Προσπαθούσε να έχει ένα μέτρο σε όλα γιατί τίποτα υπέρμετρο δεν κάνει καλό στο σώμα. Επίσης κρατούσε τις θερμοκρασίες και συνθήκες του παλατιού σταθερές με μηχανήματα, ωστε να είναι οι πιο ευνοϊκές για την ομορφιά της. Αυτό βέβαια, όπως και η πρόσληψη πολλών αισθητικών και γιατρών για να την προσέχουν, της κόστιζε ένα μεγάλο μέρος χρημάτων, αλλά δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό που κέρδιζε.



Η κοπέλα προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει όσο μπορούσε την επαφή της με άλλους ανθρώπους, γιατί δεν ήθελε να αγγίζεται με κανέναν μήπως της μεταδώσει κάποιο μικρόβιο. Το προσωπικό της το ίδιο φορούσε ειδικές στολές και χρισημοποιούσε αποστειρωμένα εργαλεία για να μην υπάρξει πιθανότητα μόλυνσης. Επίσης δεν είχε προηγμένες συσκευές τηλεπικοινωνιών γιατί φοβόταν μήπως η ακτινοβολία της προκαλούσε κάποιο κακό, ακόμα και καρκίνο. Έτσι ήταν ουσιαστικά αποκομμένη από τον έξω κόσμο.

Όμως η φήμη της είχε εξαπλωθεί και δεν μπορούσε να εμποδίσει περίεργους ακόμα και γοητευμένους πλουσίους να έρχονται ζητώντας να την δουν. Γι αυτό είχε φροντίσει και είχε φτιάξει μια ειδική αίθουσα ακρόασης, που χώριζε την ίδια με τους επισκέπτες με ένα διάφανο γυαλί, που δεν μπορούσε να το διαπεράσει τίποτα. Κάθε φορά που δεχόταν επισκέπτες φρόντιζε να αποστειρώνει πολύ καλά το μερος της αίθουσας που ήταν ακάθαρτο. Έτσι εμφανιζόταν σαν κούκλα σε βιτρίνα και οι άλλοι την θαύμαζαν.

Πολλοί κατά καιρούς της είχαν ζητήσει να τους παντρευτεί αλλά είχε πάντα αρνηθεί οποιαδήποτε σχέση , ακόμα και φιλική, με άλλους, φοβούμενη ότι θα την επηρέαζαν στον τρόπο ζωής της και ότι ήταν η αρχή της καταστροφής της τελειότητάς της. Οι γυνάικες θα την φθονούσαν και οι άντρες θα ήθελαν να την αγγίζουν εκτενώς -μόνο η σκέψη αυτού της έφερνε αηδία-

Δεν την ενδιέφεραν οι έρωτες και η φιλία, ο όοοχι, οι μόνοι της φίλοι ήταν η κρέμες της, οι γιατροί της, και τα πανάκριβα ρούχα της. Ήταν η εκλεκτή, η εκλεκτή να φέρει τόση ομορφιά και αυτό τη διαφοροποιούσε από τους άλλους ανθρώπους και το έκανε αυτοσκοπό της ζωής της.




Οι μέρες περνούσαν, ώσπου μια μέρα ένας από τους κοντινότερους και “αγαπημένους” γιατρούς της κοπέλας, ή μήπως θα έπρεπε να πω απο τους πιο “αποτελεσματικούς”, της εξομολογήθηκε την βαθιά αγάπη του και ζήτησε να την παντρευτεί. Η κοπέλα ένιωσε περίεργα και αμήχανα γιατί δεν ήταν σαν τις άλλες φορές που άγνωστοι της ζητούσαν, ότι ένιωθε για αυτόν τον άνθρωπο ήταν ότι πιο κοντά σε αυτό που οι άνθρωποι ονόμαζαν συμπάθεια. Έτσι δεν τον έδιωξε κατευθείαν από κοντά της αλλά τον κράτησε και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του, αστείες και γελοίες, εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι η κοπέλα, ξένη σε οποιοδήποτε είδους συναίσθημα, ένιωθε περιέργεια για κάτι τέτοιου είδους αντιδράσεις. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε μια έλξη για αυτήν την ανθρώπινη αδυναμία και περίεργη αντίδραση. 

         Τον κρατούσε κοντά της για πολύ καιρό, περιπαίζοντας τον και γελώντας. Εξάλλου κάποτε εξαντλούνται όλα αυτά τα πράγματα που μπορεί να κάνει κάποιος σε μια έπαυλη. Ο ερωτευμένος γιατρός έχασε μετά από μερικούς μήνες την υπομονή του και ζήτησε να της μιλήσει. Οργή τον είχε κατακλύσει και είχε χάσει κάθε ελπίδα. “Είσαι μια πονσελάνινη κούκλα χωρίς ψυχή και ίχνος ανθρωπιάς” της είπε στο τέλος. Και τότε, στο μπέρδεμα και μοναξιά του μυαλού της, ένα δάκρυ κύλησε στο αστραφτερό της δέρμα και χάραξε την πορεία του στην τέλεια κοιλάδα του μαγούλου της. Πρώτο δάκρυ, παρθενικό, πρωτόγνωρο... Η κοπέλα σοκαρίστηκε, και αφού αποφάσισε ότι κάτι τέτοιο έκανε κακό στη υγεία της και ομορφιά της, έδιωξε το γιατρό για πάντα και δεν ξανάκουσε ποτέ από αυτόν.




Οι μέρες, μήνες, χρόνια περνούσαν, δίχως τίποτε σπουδαίο να αλλάξει. Το μόνο που άλλαζε ήταν η περιουσία της γυναίκας και καποιες ρυτίδες που είχαν αρχίσει να χαράζουν το πρόσωπό της. Όμως κατάφερνε να τις κρύβει επιμελώς και να δείχνει πολύ νεότερη με την βοήθεια της επιστήμης.

Η γυναίκα είχε συγκεντρώσει τόσα μηχανήματα στο σπίτι της ώσπου μια μέρα, μια χημική αντίδραση προκάλεσε ανάφλεξη και μεγάλη φωτιά. Η φωτιά ήταν τόσο μεγάλη που ολόκληρο το προσωπικό δεν μπορούσε να τη σβήσει. Βοήθεια θα ερχόταν πολύ αργά. Η έπαυλη έπρεπε να εκκενωθεί. Υπηρέτες έσπευσαν στην όμορφη γυναίκα. “Ελάτε μαζί μας κυρία, πρέπει να αφήσουμε το κτίριο αμέσως. Είναι αδύνατον να σωθεί” Η γυναίκα δίστασε. Αυτή η έπαυλη ήταν ο κόσμος της όλος. Έβλεπε όλη την περιουσία της να καίγεται, όλο της τον κόσμο να καίγεται. Τα ακριβά της ρούχα, τα μηχανήματα της, η καθαρή της στέγη. Έξω την περίμενε ένας άγνωστος κόσμος, γεμάτος κινδύνους και αρρώστιες και ασχήμια. Κατάλαβε τελικά ότι δεν υπήρχει άλλη επιλογή. Όσο κι αν επέμεναν οι υπηρέτες, όσο κι αν την ικέτεψαν, δεν δεχόταν να φύγει. Στο κάτω κάτω δεν μπορεί να πάθω κάτι , είμαι άφθαρτη, κάτι θα συμβεί και θα σωθώ σκεφτόταν καταβάθος. Όμως κανείς δεν ήταν εκεί να την τραβήξει απ' την καταστροφή της γιατί και όλοι οι άνθρωποι γύρω της σκέφτονταν πως να σωθούν εκείνοι πρώτα. Στο τέλος οι φλόγες την τύλιξαν και αυτή τις αγκάλιασε στωϊκά. Δεν ήξερε γιατί αλλά πριν ξεψυχίσει το πρόσωπο εκείνου του γιατρουδάκου της ήρθε στο νου. Έκλεισε τα μάτια για να αποδιώξει την εικόνα και ξεψύχισε. Και ο θάνατός της ήταν τέλειος...

3 σχόλια: